Πριν 14 χρόνια, το πρώτο Σαββατοκύριακο του Οκτώβρη, φορτώθηκα το καινούργιο μου σακίδιο, γεμάτο με ένα σωρό μαγικά πράγματα που ο μπαμπάς και η μαμά μου αγόρασαν. Φόρεσα το κίτρινο πουκάμισο, στερέωσα τις φούντες στις κάλτσες μου, έβαλα και το καπελάκι μου, βγήκα κι αναμνηστική φωτογραφία στο μπαλκόνι χαιρετώντας προσκοπικά, η κυρία Μαίρη η γειτόνισσα με σταύρωσε, η γιαγιά με έφτυσε, η μαμά μου είπε να προσέχω, ο μπαμπάς είπε “Άντε θα αργήσουμε” και μπήκαμε στο αμάξι. Αφού οι στροφές με ζάλισαν τελείως, και ο μπαμπάς μου είπε να κοιτάω έξω, μας πήρε λίγη ώρα, χάσαμε μία στροφή, ο μπαμπάς είπε μια κακή λέξη και μετά ζήτησε συγγνώμη, στρίψαμε σωστά και βρεθήκαμε μπροστά στην πύλη του προσκοπικού κατασκηνωτικού κέντρου, στο Χορτιάτη.
Και ρε παιδιά, αλήθεια σας λέω, θυμάμαι ακόμα την καρδούλα μου να φτερουγίζει από χαρά βλέποντας τα άλλα παιδιά να τρέχουν (ναι, τελικά είχαμε αργήσει πολύ) και να παίζουν, και τα πιο μεγάλα παιδιά με τα μπλε πουκάμισα να κουβαλάνε κάτι μεγάλα ξύλα και να στήνουν σκηνές και οι πιο μεγάλοι να βοηθάνε και να τρέχουν και να παίζουν. Θυμάμαι την ακέλα, τη Ράξα, να έρχεται και να χαιρετάει τον μπαμπά, τη Μάτκα να με παίρνει απ’ το χέρι και να πηγαίνουμε στα υπόλοιπα παιδιά που έπαιζαν με το Χάθυ και τον Κάα. Κι έπαιξα κι εγώ μαζί τους και ξέχασα να χαιρετήσω τον μπαμπά μέχρι που ήταν πια ώρα για μεσημεριανό και τον θυμήθηκα, αλλά είχε φύγει πια ο χριστιανός σιγά να μην περίμενε την αφεντιά μου. Θυμάμαι να τρέχω και να πέφτω και χωρίς να ρίχνω ούτε ένα δάκρυ να σηκώνομαι, μα δεν είχα χρόνο για κλάματα, η Ντόροθι από το Κάνσας χρειαζόταν βοήθεια! Και μέχρι το βράδυ δε σκέφτηκα ούτε τη μαμά ούτε τη γιαγιά ούτε τον μπαμπά αλλά όταν έπεσα για ύπνο είπα από μέσα μου καληνύχτα στον αδερφό μου που ήταν μικρός ακόμα και δεν ήταν λυκόπουλο. Και την επόμενη μέρα έφαγα και πρωινό και φασολάδα και λουκάνικα και μου άρεσαν πολύ κι έχασα τη μαντήλα και το καπέλο μου και τη μία μου φούντα και θυμάμαι τη μαμά να λέει “Αμάν βρε Άννα, τώρα τα αγοράσαμε!” κι ο Δημήτρης, ο αδερφός μου έιχε φάει 2 πιάτα φασολάδα κι όταν γυρίσαμε σπίτι η γιαγιά το έμαθε κι έκανε το σταυρό της. Κι όταν τη Δευτέρα πήγα σχολείο ένιωθα 10 πόντους πιο ψηλή που ήμουν λυκόπουλο και είχα ζήσει το πρώτο μου διήμερο!
Όσο για τη μαμά και τον μπαμπά, ε αυτοί δε χάρηκαν και τόσο πολύ όταν κατάλαβαν πόσα πράγματα είχα χάσει, κι όταν τα ξανααγόρασαν, ο μπαμπάς έκατσε κι έβαλε μονογράμματα που μόνο εγώ καταλάβαινα και η μαμά είπε ότι αν τα ξαναχάσω δε θα μου πάρει άλλα.
Όταν πια ήμουν ανιχνεύτρια η μαμά μου εξομολογήθηκε πως δούλεψε βραδινή εκείνο το Σάββατο για να μη σκέφτεται πως είμαι μακριά από το σπίτι και πως αγχώθηκε πολύ αλλά ο μπαμπάς τη μάλωσε. Βέβαια μετά ο μπαμπάς μου είπε πως του φάνηκε πολύ περίεργο που δεν τον έψαξα καν να τον χαιρετήσω και λίγο στεναχωρήθηκε αλλά να σας πω κάτι; Όταν γίνεσαι λυκόπουλο ή πρόσκοπος ή ανιχνευτής, ε δεν έχεις χρόνο για μαμά και μπαμπά στο πρώτο σου διήμερο! Πώς να το κάνουμε, είναι το πρώτο διήμερο της χρονιάς και όλα τα άλλα είναι περιττά!
(επιμέλεια Άννα Τεζαψίδου)